Συγκυρία στα ουγγρικά
Μετάφραση: συγκυρία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vakszerencse, összekapcsolás, viszonyok, konjunktúra, konjunktúráját
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκυρία
συγκυρία ορισμός, οικονομική συγκυρία, συγκυρία συνώνυμα, ιστορική συγκυρία, συγκυρία ετυμολογία, συγκυρία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συγκυρία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- συγκρούω στα ουγγρικά - összecsapás, összecsapása, összeütközés, összecsapást, összecsapását
- συγκρότημα στα ουγγρικά - összetett, komplex, bonyolult, komplexum, területen
- συγνώμη στα ουγγρικά - bocsánatkérés, Bocsánat, Sajnáljuk, sajnálom, bocs
- συγυρίζω στα ουγγρικά - gondos, kosárka, kitakarít, rendbe, rendet, rendbeteszi, elrendez
Τυχαίες λέξεις
Συγκυρία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vakszerencse, összekapcsolás, viszonyok, konjunktúra, konjunktúráját
Μεταφράσεις: vakszerencse, összekapcsolás, viszonyok, konjunktúra, konjunktúráját