Συγκυρία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συγκυρία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ocorrência, ensejo, possibilidade, acontecimento, conjuntura, conjuntural
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκυρία
συγκυρία ορισμός, οικονομική συγκυρία, συγκυρία συνώνυμα, ιστορική συγκυρία, συγκυρία ετυμολογία, συγκυρία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συγκυρία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συγκρούω στα πορτογαλικά - choque, conflito, confronto, embate, clash
- συγκρότημα στα πορτογαλικά - grupo, terras, turma, agrupar, complexo, complexa, complexo de, ...
- συγνώμη στα πορτογαλικά - satisfação, desculpe, pesaroso, Lamentamos, desculpa, triste
- συγυρίζω στα πορτογαλικά - maré, arrumado, arrumados, arrumar, arrumadeira, arrumados discado
Τυχαίες λέξεις
Συγκυρία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ocorrência, ensejo, possibilidade, acontecimento, conjuntura, conjuntural
Μεταφράσεις: ocorrência, ensejo, possibilidade, acontecimento, conjuntura, conjuntural