Ταλαιπωρία στα ουγγρικά

Μετάφραση: ταλαιπωρία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gond, kényelmetlenség, kényelmetlenséget, diszkomfort, kellemetlen érzés, kellemetlenséget
Ταλαιπωρία στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταλαιπωρία

ταλαιπωρία μετάφραση, ταλαιπωρία συνώνυμα, ταλαιπωρία translate, ταλαιπωρία στην αθηνών-κορίνθου μετά την γκάφα του 100, ταλαιπωρία english, ταλαιπωρία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ταλαιπωρία στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • τακτοποιώ στα ουγγρικά - gondos, kosárka, mód, állapot, berendezés, vágja, trim, ...
  • ταλέντο στα ουγγρικά - tehetség, tehetségek, tehetsége, tehetségét, a tehetség
  • ταλαιπωρώ στα ουγγρικά - kényelmetlenség, kényelmetlenséget, diszkomfort, kellemetlen érzés, kellemetlenséget
  • ταλαντευόμενος στα ουγγρικά - ambivalens, roskatag, reszketeg, billegő, imbolygó, wobbly
Τυχαίες λέξεις
Ταλαιπωρία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: gond, kényelmetlenség, kényelmetlenséget, diszkomfort, kellemetlen érzés, kellemetlenséget