Χωρίζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: χωρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önálló, vízválasztó, elválaszt, elválik, Sunder, a Sunder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χωρίζω
χωρίζω ή όχι, χωρίζω το κείμενο σε παραγράφους, χωρίζω τις λέξεις σε συλλαβές, χωρίζω στα ιταλικα, χωρίζω γνωστούς από αγνώστους, χωρίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, χωρίζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- χωνεύω στα ουγγρικά - kivonat, Digest, emésztett, emésztéssel, kivonatoló
- χωράφι στα ουγγρικά - háttér, mező, területen, terén, a területen, mezőben
- χωρίο στα ουγγρικά - áthaladás, folyosón, átjáró, áthaladását, járat
- χωρίς στα ουγγρικά - künn, nélkül, anélkül, nem, nélküli
Τυχαίες λέξεις
Χωρίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: önálló, vízválasztó, elválaszt, elválik, Sunder, a Sunder
Μεταφράσεις: önálló, vízválasztó, elválaszt, elválik, Sunder, a Sunder