Önálló στα ελληνικά
Μετάφραση: önálló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεχωριστός, χωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dalciklus στα ελληνικά - κύκλος, κύκλο τραγουδιών, κύκλος ασμάτων
- derítés στα ελληνικά - διευκρίνιση, διευκρινίσεις, αποσαφήνιση, διασαφήνιση, αποσαφήνισης
- kavarodás στα ελληνικά - αναταραχή, αναταραχής, κρίση, αναταραχές, κρίσης
- négyzetes στα ελληνικά - πλατεία, τετράγωνο, τετραγωνικός, τετραγωνική, τετραγωνικό, τετραγωνικού, τετραγωνικές
Τυχαίες λέξεις
Önálló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, χωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, χωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες