Αγανάκτηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: αγανάκτηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
образливий, перекричати, ображений, протест, скривджений, обурений, обурення, збурювання, збурення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγανάκτηση
αγανάκτηση λεξικο, αγανάκτηση κορυδαλλός, δικαιολογημένη αγανάκτηση, αγανάκτηση συνώνυμα, αγανάκτηση english, αγανάκτηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αγανάκτηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αγαθός στα ουκρανικά - смачний, гарний, придатний, добрий, добрячий, добре, гарно
- αγαλματάκι στα ουκρανικά - статуетка, статуетку
- αγαπημένος στα ουκρανικά - коханий, фаворит, улюблений, дорога, люба, дорогая, дорогі, ...
- αγαπητός στα ουκρανικά - шановний, шановна, любий, дорогий, дорого, люба, дорогою, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγανάκτηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: образливий, перекричати, ображений, протест, скривджений, обурений, обурення, збурювання, збурення
Μεταφράσεις: образливий, перекричати, ображений, протест, скривджений, обурений, обурення, збурювання, збурення