Αποκτώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: αποκτώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сягати, придбавати, домагатися, досягати, набути, стати, придбати, зробитися, ставати, отримувати, отримати, одержати
Αποκτώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκτώ

αποκτώ αντωνυμο, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ translate, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποκτώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αποκρούω στα ουκρανικά - записати, збережіть, крім, зберегти, позбавляти, відштовхувати, відштовхуватиме
  • αποκρύπτω στα ουκρανικά - подавити, приховувати, забороняти, конфіскувати, плащ, плаща
  • αποκόβω στα ουκρανικά - розривати, заможний, розлучати, рясний, відокремлювати, перерізати, вирізати, ...
  • αποκόλληση στα ουκρανικά - виділення, загін, неупередженість, виокремлення, розрив, розривши
Τυχαίες λέξεις
Αποκτώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сягати, придбавати, домагатися, досягати, набути, стати, придбати, зробитися, ставати, отримувати, отримати, одержати