Αποκτώ στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αποκτώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узяць, начынаць, учытацца, штурхаць, прынасiць, прыходзiць, адбыцца, атрымоўваць, прыстань, атрымлiваць, знаходзiць, атрымаць
Αποκτώ στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκτώ

αποκτώ αντωνυμο, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ translate, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αποκτώ στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αποκρούω στα λευκορωσικά - адштурхоўваць, адштурхваць, адпіхваць, адштурхнуць
  • αποκρύπτω στα λευκορωσικά - хаваць, плашч
  • αποκόβω στα λευκορωσικά - выразаць
  • αποκόλληση στα λευκορωσικά - разрыў, парыў
Τυχαίες λέξεις
Αποκτώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: узяць, начынаць, учытацца, штурхаць, прынасiць, прыходзiць, адбыцца, атрымоўваць, прыстань, атрымлiваць, знаходзiць, атрымаць