Αποκτώ στα δανικά
Μετάφραση: αποκτώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gribe, få, blive, skaffe, tage, vinde, opnå, hente, får, komme, kommer, andre
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκτώ
αποκτώ αντωνυμο, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ translate, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ λεξικό γλώσσας δανικά, αποκτώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποκρούω στα δανικά - redde, spare, beholde, foragte, afvise hånligt, spurn, vrag på, ...
- αποκρύπτω στα δανικά - kappe, kappen, garderobe, kåbe, cloak
- αποκόβω στα δανικά - skåret ud, skære, udskåret, klippe ud, udskårne
- αποκόλληση στα δανικά - abruption
Τυχαίες λέξεις
Αποκτώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gribe, få, blive, skaffe, tage, vinde, opnå, hente, får, komme, kommer, andre
Μεταφράσεις: gribe, få, blive, skaffe, tage, vinde, opnå, hente, får, komme, kommer, andre