Γυμνώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: γυμνώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
здирати, здерти, голий, голе, гола
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γυμνώνω
γυμνώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γυμνώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γυμνοσάλιαγκας στα ουκρανικά - слимак, слизняк, самородок, жетон, б'ючись, бити, куля, ...
- γυμνός στα ουκρανικά - абсолютний, голий, оголений, роздягнутий, холодна, зимний, беззахисний, ...
- γυναίκα στα ουκρανικά - володіє, вовки, жінка
- γυρίζω στα ουκρανικά - вина, провина, регрес, віна, труїти, цькувати, травити, ...
Τυχαίες λέξεις
Γυμνώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: здирати, здерти, голий, голе, гола
Μεταφράσεις: здирати, здерти, голий, голе, гола