Споживання στα ελληνικά

Μετάφραση: споживання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δαπάνη, φθίση, κατανάλωση, δαπάνες, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Споживання στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буцати στα ελληνικά - σάλπιγγα, κόρνα, DOSS, ϋΟδδ, του DOSS, Το DOSS
  • відомість στα ελληνικά - στρώμα, κομμάτι, σεντόνι, φύλλο, φύλλου, δελτίο, φύλλων, ...
  • гадка στα ελληνικά - εικασία, κερδοσκοπία, ιδέα, ιδέας, την ιδέα, ιδέα για, η ιδέα
  • конкурентоспроможність στα ελληνικά - Ανταγωνιστικότητα, Ανταγωνιστικότητας, την ανταγωνιστικότητα, της ανταγωνιστικότητας, για την ανταγωνιστικότητα
Τυχαίες λέξεις
Споживання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δαπάνη, φθίση, κατανάλωση, δαπάνες, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από