Видаток στα ελληνικά

Μετάφραση: видаток, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατηγορία, δαπάνη, κατανάλωση, φροντίδα, δαπάνες, φθίση, έξοδο, βάρος, έξοδα
Видаток στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • видати στα ελληνικά - προδίδω, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
  • видатний στα ελληνικά - απίθανος, δάφνη, προεξοχή, αξιοσημείωτος, μεγάλος, εκκρεμών, εκκρεμή, ...
  • видача στα ελληνικά - παραδίδω, διανομή, παράδοση, παράδοσης, παροχής, παροχή
  • виделка στα ελληνικά - δεκανίκι, πατερίτσα, πιρούνι, πιρουνιού, περόνη, διακλάδωση, πηρούνι
Τυχαίες λέξεις
Видаток στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατηγορία, δαπάνη, κατανάλωση, φροντίδα, δαπάνες, φθίση, έξοδο, βάρος, έξοδα