Διαλύω στα ουκρανικά
Μετάφραση: διαλύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розчиняти, наплив, анулювати, розчинитися, розібрати, вимочувати, вимочити, вимочували
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαλύω
διαλύω προστακτική, διαλύω συνώνυμα, συνωνυμο αναλύω, διανύω αόριστος, διαλύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαλύω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διαλογισμός στα ουκρανικά - споглядання, припущення, сподівання, розгляд
- διαλυτός στα ουκρανικά - розчинний, розчинна, розчинну
- διαμάντι στα ουκρανικά - алмаз, алмазний, діамантовий, діамант
- διαμάχη στα ουκρανικά - протиборство, безперечно, співставлення, протиріччя, звірення, безспірно, спор, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαλύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розчиняти, наплив, анулювати, розчинитися, розібрати, вимочувати, вимочити, вимочували
Μεταφράσεις: розчиняти, наплив, анулювати, розчинитися, розібрати, вимочувати, вимочити, вимочували