Εξάτμιση στα ουκρανικά

Μετάφραση: εξάτμιση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вичерпати, вихлоп, вичерпувати, загущення, вихлопний, випаровування, випарювання, зникання, випар, випаровуванню
Εξάτμιση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάτμιση

εξάτμιση του νερού, εξάτμιση αυτοκινήτων, εξάτμιση για peugeot 206, εξάτμιση apido, εξάτμιση για scooter, εξάτμιση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξάτμιση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εξάρτημα στα ουκρανικά - складовий, компонент, компонентів
  • εξάρτηση στα ουκρανικά - довіру, довіра, довір'я, залежність, колонія
  • εξάχνωση στα ουκρανικά - сублімація, очищення, сублімувати
  • εξέγερση στα ουκρανικά - виникнення, схід, скасовувати, скасувати, анулювати, повстання, уставання, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξάτμιση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вичерпати, вихлоп, вичерпувати, загущення, вихлопний, випаровування, випарювання, зникання, випар, випаровуванню