Вичерпувати στα ελληνικά
Μετάφραση: вичерпувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειώνω, εξάτμιση, εξαντλώ, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
Μεταφράσεις
- вичерпати στα ελληνικά - εξάτμιση, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
- вичерпний στα ελληνικά - εξαντλητικός, εξαντλητικό, εξαντλητική, πλήρης, διεξοδικό
- вичесати στα ελληνικά - βούρτσα, βουρτσίζω, πινέλο, σκούπα, χτένα, χτένας, χτένι, ...
- вичинка στα ελληνικά - μαύρισμα, μαυρίσματος, δέψη, δεψικά, δέψης
Τυχαίες λέξεις
Вичерпувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειώνω, εξάτμιση, εξαντλώ, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
Μεταφράσεις: μειώνω, εξάτμιση, εξαντλώ, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως