Вражати στα ελληνικά
Μετάφραση: вражати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, εκπλήσσω, ζαλίζω, απεργία, συντρίβω, αποσβολώνω, ξαφνιάζω, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- впіймати στα ελληνικά - εγκοπή, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
- впірнати στα ελληνικά - καταδύομαι, καταγώγιο, βουτώ, vpirnaty
- вражений στα ελληνικά - επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
- вражий στα ελληνικά - θα προκαλέσει, θα προκαλέσουν, θα προκαλεί, θα αναγκάσει, θα προκαλέσει την
Τυχαίες λέξεις
Вражати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, εκπλήσσω, ζαλίζω, απεργία, συντρίβω, αποσβολώνω, ξαφνιάζω, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Μεταφράσεις: χτυπώ, εκπλήσσω, ζαλίζω, απεργία, συντρίβω, αποσβολώνω, ξαφνιάζω, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα