Κάγκελο στα ουκρανικά
Μετάφραση: κάγκελο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
судження, забороняти, буфет, перепиняти, перила, поручні, поруччя, й поруччя, бильця
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάγκελο
κάγκελο στα αγγλικά, κάγκελο αλουμινίου, κάγκελο σκάλασ, κάγκελο παιδικού κρεβατιού, κάγκελο inox, κάγκελο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κάγκελο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κάβα στα ουκρανικά - водевілі, льох, погріб, похоронив, погреб, льоху
- κάγκελα στα ουκρανικά - решітка, перила, поручні, поруччя, й поруччя, бильця
- κάδος στα ουκρανικά - бункер, контейнер, коробка, відро, сміття, цебро, для сміття, ...
- κάθε στα ουκρανικά - весь, в, нині-за, вся, зо, у-у, усілякий, ...
Τυχαίες λέξεις
Κάγκελο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: судження, забороняти, буфет, перепиняти, перила, поручні, поруччя, й поруччя, бильця
Μεταφράσεις: судження, забороняти, буфет, перепиняти, перила, поручні, поруччя, й поруччя, бильця