Κωπηλασία στα ουκρανικά

Μετάφραση: κωπηλασία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
веслування, Гребля
Κωπηλασία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κωπηλασία

κωπηλασία μαθήματα, κωπηλασία αθήνα, κωπηλασία ολυμπιακοί αγώνες, κωπηλασία πειραιάς, κωπηλασία λευχαιμία, κωπηλασία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κωπηλασία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κωνικός στα ουκρανικά - конічний, конический
  • κωνοφόρος στα ουκρανικά - хвойний, хвойне
  • κωπηλατώ στα ουκρανικά - галас, наганяй, протестувати, шуміти, шум, низка, каное
  • κόβω στα ουκρανικά - розлучати, клеймо, шкіра, скорочення, розривати, шаткувати, відбивна, ...
Τυχαίες λέξεις
Κωπηλασία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: веслування, Гребля