Веслування στα ελληνικά
Μετάφραση: веслування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κωπηλασία, κωπηλασίας, κουπιά, με κουπιά, την κωπηλασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- веселіше στα ελληνικά - διασκέδαση, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
- весло στα ελληνικά - κουπί, διπλοί, κουπιού, κουπιών, το κουπί
- веслувати στα ελληνικά - κουπί, σειρά, γραμμή, σειράς, γραμμής, συνεχόμενα
- весляр στα ελληνικά - κωπηλάτης, κωπηλάτη, κωπηλάτρια, η κωπηλάτης, κωπηλατικό μηχάνημα με
Τυχαίες λέξεις
Веслування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κωπηλασία, κωπηλασίας, κουπιά, με κουπιά, την κωπηλασία
Μεταφράσεις: κωπηλασία, κωπηλασίας, κουπιά, με κουπιά, την κωπηλασία