Λυκίσκος στα ουκρανικά

Μετάφραση: λυκίσκος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стрибки, стрибати
Λυκίσκος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λυκίσκος

λυκίσκος ιδιοτητες, λυκίσκος θεραπευτικες ιδιοτητες, λυκίσκος ηλιουπολη, λυκίσκος μαγια για ψωμι, λυκίσκος θεσσαλονικη, λυκίσκος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λυκίσκος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λυγαριά στα ουκρανικά - верба, лоза, плетений
  • λυγμός στα ουκρανικά - захлинатись, ридання, захлинатися, плач, завивання, завивання із
  • λυκόφως στα ουκρανικά - напівморок, сутінки, неясний, смеркти, півморок, заходу, сутінок, ...
  • λυντσάρω στα ουκρανικά - рисячий, лінчувати
Τυχαίες λέξεις
Λυκίσκος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стрибки, стрибати