Σγουρός στα ουκρανικά
Μετάφραση: σγουρός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвилястий, кучерявенький, кучерявий, в'юнкий, витких, в'ється, що в'ється
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σγουρός
σγουρός εκλογές, σγουρός νδ, σγουρός ψηφοδέλτιο, σγουρός υποψήφιος περιφερειάρχης, σγουρός υποψήφιοι, σγουρός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σγουρός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σβελτάδα στα ουκρανικά - спритність, кмітливість, моторність
- σγουραίνω στα ουκρανικά - підсмажування, жарити, жаритися, смажитися, завиватися
- σε στα ουκρανικά - луки-на, ввімкнено, увімкнути, матч-в, для, після, по, ...
- σεβασμός στα ουκρανικά - запобігливість, джерело, спосіб, розвага, розважання, розгляд, кошт, ...
Τυχαίες λέξεις
Σγουρός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: хвилястий, кучерявенький, кучерявий, в'юнкий, витких, в'ється, що в'ється
Μεταφράσεις: хвилястий, кучерявенький, кучерявий, в'юнкий, витких, в'ється, що в'ється