Σκληροτράχηλος στα ουκρανικά
Μετάφραση: σκληροτράχηλος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міцний, тривкий, твердий, вогнетривкий, вогнетривка, вогнетривку
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκληροτράχηλος
σκληροτράχηλος λεξικο, σκληροτράχηλος ορισμος, σκληροτράχηλος συνωνυμα, σκληροτράχηλος ετυμολογια, ο σκληροτράχηλοσ, σκληροτράχηλος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σκληροτράχηλος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σκλαβώνω στα ουκρανικά - уярмлювати, поневолювати, уярмити, поневольте, поневолює, неволить, поневолив, ...
- σκληραίνω στα ουκρανικά - напружувати, загартувати, тельфер, вдача, напружуватись, натужуватись, темперамент, ...
- σκληρός στα ουκρανικά - складний, дужий, твердий, неґречний, болісний, брутальний, тяжкий, ...
- σκληρότητα στα ουκρανικά - шорсткість, твердість, жорсткість, твердості
Τυχαίες λέξεις
Σκληροτράχηλος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: міцний, тривкий, твердий, вогнетривкий, вогнетривка, вогнетривку
Μεταφράσεις: міцний, тривкий, твердий, вогнетривкий, вогнетривка, вогнетривку