Тривкий στα ελληνικά
Μετάφραση: тривкий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στάβλος, ακλόνητος, σταθερός, απτόητος, σκληροτράχηλος, σκληρός, δύσκολος, διαρκής, διαρκή, μόνιμη, διαρκούς, διαρκείας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- геометрія στα ελληνικά - γεωμετρία, γεωμετρίας, τη γεωμετρία, γεωμετρία του, η γεωμετρία
- зичний στα ελληνικά - διαπεραστικός, διαπεραστικό, διαπεραστική, διαπεραστικές, διάτορος
- зупинка στα ελληνικά - μένω, στρώμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
- людяний στα ελληνικά - ανθρωπιστικός, επιεικής, ανθρώπινος, ανθρώπινη, μη βάναυσης, μη βάναυση, ανθρώπινες
Τυχαίες λέξεις
Тривкий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στάβλος, ακλόνητος, σταθερός, απτόητος, σκληροτράχηλος, σκληρός, δύσκολος, διαρκής, διαρκή, μόνιμη, διαρκούς, διαρκείας
Μεταφράσεις: στάβλος, ακλόνητος, σταθερός, απτόητος, σκληροτράχηλος, σκληρός, δύσκολος, διαρκής, διαρκή, μόνιμη, διαρκούς, διαρκείας