Міцний στα ελληνικά
Μετάφραση: міцний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγενής, σφιχτός, ικανός, σκληρός, σοφία, σκληροτράχηλος, επίμονος, δύσκολος, στερεός, ρωμαλέος, στενός, σωφροσύνη, γερός, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, ανυποχώρητος, ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аукціон στα ελληνικά - πλειστηριασμός, δημοπρασία, δημοπρασίας, πλειστηριασμού, πλειστηριασμό, δημοπρασιών
- вся στα ελληνικά - κάθε, όλα, όλες, όλοι, όλων, όλους
- громадянство στα ελληνικά - ιθαγένεια, υπηκοότητα, την ιθαγένεια, ιδιότητας του πολίτη, ιδιότητα του πολίτη
- засміятися στα ελληνικά - σκάσει, έσκασε, έκρηξη, ξέσπασε, ριπής
Τυχαίες λέξεις
Міцний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγενής, σφιχτός, ικανός, σκληρός, σοφία, σκληροτράχηλος, επίμονος, δύσκολος, στερεός, ρωμαλέος, στενός, σωφροσύνη, γερός, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, ανυποχώρητος, ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
Μεταφράσεις: αγενής, σφιχτός, ικανός, σκληρός, σοφία, σκληροτράχηλος, επίμονος, δύσκολος, στερεός, ρωμαλέος, στενός, σωφροσύνη, γερός, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, ανυποχώρητος, ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές