Τιμαλφή στα ουκρανικά

Μετάφραση: τιμαλφή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оволодіти, володіння, пожиток, манатки, опанувати, цінності, Оцінка, цінність, цінностей
Τιμαλφή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τιμαλφή

τιμαλφή σημαινει, τιμαλφή στεφανα, τιμαλφή τι σημαινει, τιμαλφή σημασία, τιμαλφή βικιπαιδεια, τιμαλφή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τιμαλφή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τιμάριο στα ουκρανικά - гонорар, винагорода, плата, ворожнеча, ворожість, ворожнечі, ворожнечу
  • τιμή στα ουκρανικά - фалос, храповики, цінити, величина, значення, коштовність, цінність, ...
  • τιμαλφής στα ουκρανικά - коштовний, вишуканість, промисловий, дорогоцінний, цінний, цінності, Оцінка, ...
  • τιμητικός στα ουκρανικά - неоплачуваний, почесний, номінальний, номінальне
Τυχαίες λέξεις
Τιμαλφή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: оволодіти, володіння, пожиток, манатки, опанувати, цінності, Оцінка, цінність, цінностей