Τιμαλφή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τιμαλφή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
possessão, possessões, objetos de valor, valores, valor, objectos de valor, artigos de valor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τιμαλφή
τιμαλφή σημαινει, τιμαλφή στεφανα, τιμαλφή τι σημαινει, τιμαλφή σημασία, τιμαλφή βικιπαιδεια, τιμαλφή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τιμαλφή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τιμάριο στα πορτογαλικά - remunerações, feudo, contenda, feud, rixa, disputa
- τιμή στα πορτογαλικά - rato, preço, diante, apreciar, taxas, orçar, caro, ...
- τιμαλφής στα πορτογαλικά - preceda, vantajoso, vale, anteceder, útil, preceder, valioso, ...
- τιμητικός στα πορτογαλικά - titular, titulares, do titular, nominal
Τυχαίες λέξεις
Τιμαλφή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: possessão, possessões, objetos de valor, valores, valor, objectos de valor, artigos de valor
Μεταφράσεις: possessão, possessões, objetos de valor, valores, valor, objectos de valor, artigos de valor