Προσκόλληση στα πολωνικά

Μετάφραση: προσκόλληση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyleganie, adhezja, przywieranie, wierność, przyczepność, zrost, przynależność, aprobata, dotrzymanie, przestrzeganie
Προσκόλληση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσκόλληση

προσκόλληση βρέφους, προσκόλληση στη μητέρα, προσκόλληση bowlby, προσκόλληση λεξικό, προσκόλληση στο παρελθόν, προσκόλληση λεξικό γλώσσας πολωνικά, προσκόλληση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • προσκτώμαι στα πολωνικά - afiliować, stowarzyszać, przyjmować, przyjąć, oddział, przyłączać, prosktomai
  • προσκυνητής στα πολωνικά - wędrowiec, pątnik, pielgrzym, pielgrzymem, pielgrzymujący, pielgrzyma, pilgrim
  • προσκύνημα στα πολωνικά - wędrówka, pielgrzymka, pielgrzymki, pielgrzymek, pielgrzymkowy, pielgrzymkę
  • προσοχή στα πολωνικά - uprzejmość, troska, roztropność, areszt, baczność, grzeczność, ostrożność, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσκόλληση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przyleganie, adhezja, przywieranie, wierność, przyczepność, zrost, przynależność, aprobata, dotrzymanie, przestrzeganie