Προσκόλληση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: προσκόλληση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adesão, aderência, a adesão, a aderência, cumprimento
Προσκόλληση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσκόλληση

προσκόλληση βρέφους, προσκόλληση στη μητέρα, προσκόλληση bowlby, προσκόλληση λεξικό, προσκόλληση στο παρελθόν, προσκόλληση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσκόλληση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • προσκτώμαι στα πορτογαλικά - sucursal, filial, afiliar, prosktomai
  • προσκυνητής στα πορτογαλικά - peregrino, peregrina, pilgrim, do peregrino, peregrinos
  • προσκύνημα στα πορτογαλικά - peregrinação, de peregrinação, pilgrimage, a peregrinação, romaria
  • προσοχή στα πορτογαλικά - atenção, preocupação, cuidado, zelo, a atenção, atenções, de atenção
Τυχαίες λέξεις
Προσκόλληση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: adesão, aderência, a adesão, a aderência, cumprimento