Φαινομενικά στα πολωνικά
Μετάφραση: φαινομενικά, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
widocznie, podobno, pozornie, rzekomo, ostentacyjnie, niby, pretekstem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαινομενικά
φαινομενικά in english, φαινομενικά αγγλικα, φαινομενικά συνώνυμο, φαινομενικά συνώνυμα, φαινομενικά λεξικό, φαινομενικά λεξικό γλώσσας πολωνικά, φαινομενικά στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- φαγούρα στα πολωνικά - świerzbić, swędzić, gryźć, swędzenie, świąd, świerzbieć, swędzieć, ...
- φαιδρός στα πολωνικά - pedał, pogodny, radosny, bezmyślny, ochoczy, homoseksualista, komiczny, ...
- φαινομενικός στα πολωνικά - jawny, zjawiskowy, oczywisty, widoczny, rzekomy, pozorny, wirtualny, ...
- φαιός στα πολωνικά - popielaty, szary, siwy, szarość, szare, szarym
Τυχαίες λέξεις
Φαινομενικά στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: widocznie, podobno, pozornie, rzekomo, ostentacyjnie, niby, pretekstem
Μεταφράσεις: widocznie, podobno, pozornie, rzekomo, ostentacyjnie, niby, pretekstem