Φαινομενικά στα ολλανδικά

Μετάφραση: φαινομενικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blijkbaar, klaarblijkelijk, duidelijk, ogenschijnlijk, schijnbaar, zogenaamd, die ogenschijnlijk
Φαινομενικά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φαινομενικά

φαινομενικά in english, φαινομενικά αγγλικα, φαινομενικά συνώνυμο, φαινομενικά συνώνυμα, φαινομενικά λεξικό, φαινομενικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φαινομενικά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φαγούρα στα ολλανδικά - kriebelen, krieuwelen, jeuken, jeuk, itch, jeuk te
  • φαιδρός στα ολλανδικά - goedgeluimd, vrolijk, goedgehumeurd, opgewekt, monter, lustig, innemend, ...
  • φαινομενικός στα ολλανδικά - duidelijk, zuiver, fenomenaal, puur, evident, uitgesproken, helder, ...
  • φαιός στα ολλανδικά - grauw, grijs, grijze, grey
Τυχαίες λέξεις
Φαινομενικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: blijkbaar, klaarblijkelijk, duidelijk, ogenschijnlijk, schijnbaar, zogenaamd, die ogenschijnlijk