Άπειρος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άπειρος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inexperiente, inexperientes, sem experiência, inexperienced
Άπειρος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άπειρος

άπειρος γαία, άπειρος ζυγός, άπειρος συνώνυμα, άπειρος χώρα, άπειρος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άπειρος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άπαχος στα πορτογαλικά - encostar, inclinar, liga, magro, delgado, esguio, pobre, ...
  • άπειρο στα πορτογαλικά - infinidade, infinito, borda infinita, o infinito, infinitude
  • άπληστος στα πορτογαλικά - ávido, avarento, cobiçoso, sedento, sequioso, avaro, ganancioso, ...
  • άπορος στα πορτογαλικά - indigente, pobre, mendigo, pauper, miserável
Τυχαίες λέξεις
Άπειρος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inexperiente, inexperientes, sem experiência, inexperienced