Αδελφή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδελφή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lidar, cigarro, irmã, a irmã, associado, da irmã, irmă
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδελφή
αδελφή μεγάλου αλεξάνδρου, αδελφή χριστίνα, αδελφή γαβριηλία, αδελφή τερέζα, αδελφή ψυχή, αδελφή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδελφή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδαμαντίνη στα πορτογαλικά - esmalte, capacitar, do esmalte, de esmalte, o esmalte, esmalte de
- αδειάζω στα πορτογαλικά - descarregar, vago, desocupar, vazio, vazia, vazios, vazias, ...
- αδελφός στα πορτογαλικά - camarada, companheiro, irmão, o irmão, brother, irmăo
- αδερφή στα πορτογαλικά - excêntrico, barroco, bizarro, esquisito, estranho, irmã, a irmã, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδελφή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lidar, cigarro, irmã, a irmã, associado, da irmã, irmă
Μεταφράσεις: lidar, cigarro, irmã, a irmã, associado, da irmã, irmă