Αναδεύω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αναδεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alvoroço, agitar, estipulação, agite, agitam, agita, agitá
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναδεύω
αναδεύω τις μνήμες, αναδεύω συνώνυμα, αναδεύω λεξικο, αναδεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναδεύω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναδασώνω στα πορτογαλικά - reflorestar, reflorestamento, reflorestação, reforest, reflorestá
- αναδευτήρας στα πορτογαλικά - liqüidificador, liquidificador, misturador, blender, misturadora
- αναδημιουργώ στα πορτογαλικά - recrear, recriar, recriá, recrie, recriam
- αναδρομή στα πορτογαλικά - recursão, recursividade, de recursão, a recursão, recorrência
Τυχαίες λέξεις
Αναδεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alvoroço, agitar, estipulação, agite, agitam, agita, agitá
Μεταφράσεις: alvoroço, agitar, estipulação, agite, agitam, agita, agitá