Αναρρώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αναρρώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reaver, convalescer, remir, reconquistar, recupere, recuperar, convalesce, convalescença, convalecer
Αναρρώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναρρώνω

αναρρώνω συνώνυμα, αναρρώνω αγγλικα, αναρρώνω στα αγγλικα, αναρρώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναρρώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αναρροφώ στα πορτογαλικά - sifão fora, sugar, desviar, sugarem, desviar a
  • αναρρόφηση στα πορτογαλικά - sucção, aspiração, de sucção, de aspiração, sucção de
  • αναρχία στα πορτογαλικά - anarquia, a anarquia, da anarquia, anarchy
  • αναρχικός στα πορτογαλικά - anarquista, anarquistas, anarquismo, do anarquista
Τυχαίες λέξεις
Αναρρώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reaver, convalescer, remir, reconquistar, recupere, recuperar, convalesce, convalescença, convalecer