Ανώμαλος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανώμαλος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anormal, irregular, manchado, Fraco, manchada, instável
Ανώμαλος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανώμαλος

ανώμαλος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανώμαλος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανώμαλα στα πορτογαλικά - anormalmente, anormal, forma anormal, de forma anormal
  • ανώμαλο στα πορτογαλικά - áspero, duro, rude, acidentado, grosseiro
  • ανώνυμος στα πορτογαλικά - anônimo, anónimo, anônima, anónima, anônimos
  • ανώριμος στα πορτογαλικά - justificar, jovem, imaturo, imatura, imaturos, imaturas, immature
Τυχαίες λέξεις
Ανώμαλος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: anormal, irregular, manchado, Fraco, manchada, instável