Απέραντος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απέραντος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extenso, imenso, vasto, enorme, amplo, vaso, espaçoso, sem limites, ilimitado, infinito, ilimitada, infinita
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απέραντος
απέραντος βικιλεξικο, απέραντος συνώνυμα, απέραντος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απέραντος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απέλαση στα πορτογαλικά - expulsão, afastamento, a expulsão, de expulsão, de afastamento
- απέναντι στα πορτογαλικά - oposto, em frente, contrário, frente, oposta
- απέριττος στα πορτογαλικά - puro, continente, pudico, casto, casta, castos, castas, ...
- απέχθεια στα πορτογαλικά - horror, abominação, asco, repulsão, repulsa, de repulsão, repulsion, ...
Τυχαίες λέξεις
Απέραντος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: extenso, imenso, vasto, enorme, amplo, vaso, espaçoso, sem limites, ilimitado, infinito, ilimitada, infinita
Μεταφράσεις: extenso, imenso, vasto, enorme, amplo, vaso, espaçoso, sem limites, ilimitado, infinito, ilimitada, infinita