Extenso στα ελληνικά

Μετάφραση: extenso, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρδύς, ευρύς, απέραντος, περιεκτικός, εκτεταμένος, αρκετός, πλατύς, άφθονος, πλήρης, τεράστιος, πελώριος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
Extenso στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • extasiar στα ελληνικά - εμπλουτίζω, είσοδος, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, την είσοδο
  • extensivo στα ελληνικά - εκτεταμένος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
  • extensão στα ελληνικά - έκταση, διεξοδικός, μέγεθος, επέκταση, εκτεταμένος, προέκταση, αναλογία, ...
  • exterior στα ελληνικά - εξοπλισμός, υπαίθριος, εξωτερική, υπαίθρια, εξωτερικές, υπαίθριο
Τυχαίες λέξεις
Extenso στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρδύς, ευρύς, απέραντος, περιεκτικός, εκτεταμένος, αρκετός, πλατύς, άφθονος, πλήρης, τεράστιος, πελώριος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο