Ασυνεπής στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ασυνεπής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inconsistente, incoerente, incompatível, inconsistentes, incompatíveis
Ασυνεπής στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυνεπής

ασυνεπής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασυνεπής στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασυναίσθητα στα πορτογαλικά - inconscientemente, inconsciente
  • ασυναρτησίες στα πορτογαλικά - balbuciar, balbucio, falatório, ruído, linguagem sem nexo, jargão, rabiscos, ...
  • ασυντρόφευτος στα πορτογαλικά - sozinho, eremita, único, isolado, só, asyntrofeftos
  • ασυνόδευτος στα πορτογαλικά - desacompanhado, não acompanhado, não acompanhada, desacompanhada, desacompanhadas
Τυχαίες λέξεις
Ασυνεπής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inconsistente, incoerente, incompatível, inconsistentes, incompatíveis