Αχρείος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αχρείος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
canalha, patife, malandro, salafrário, scoundrel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αχρείος
αχρείος συνώνυμα, αχρείος ορισμός, αχρείος ετυμολογία, αχρείος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αχρείος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αχλή στα πορτογαλικά - perigoso, bruma, neblina, névoa, embaçamento, haze
- αχνίζω στα πορτογαλικά - vapor, roubar, chiar, sizzle, chiado, crepitar, burburinho
- αχρηστεύω στα πορτογαλικά - incapacitar, incapacitá, neutralizar, incapacitar a, incapacitam
- αχτίδα στα πορτογαλικά - briga, trave, cru, feixe, raio, madeiro, barrote, ...
Τυχαίες λέξεις
Αχρείος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: canalha, patife, malandro, salafrário, scoundrel
Μεταφράσεις: canalha, patife, malandro, salafrário, scoundrel