Εκδηλωτικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εκδηλωτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
demonstrativo, demonstrativa, demonstrativos, demonstrativas, de demonstração
Εκδηλωτικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκδηλωτικός

εκδηλωτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκδηλωτικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εκδίδω στα πορτογαλικά - edite, edimburgo, editar, edição, de edição, em Editar
  • εκδίκηση στα πορτογαλικά - vingança, manifestar, revele, vingar, a vingança, de vingança, revanche
  • εκδικάζω στα πορτογαλικά - ensaiar, tentar, verdade, provar, esforço, experimentar, ekdikazo
  • εκδικητικός στα πορτογαλικά - vingativo, vingativa, vingativos, vindictive, vingança
Τυχαίες λέξεις
Εκδηλωτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: demonstrativo, demonstrativa, demonstrativos, demonstrativas, de demonstração