Ελευθερία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ελευθερία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desentalar, liberdade, livre, soltar, a liberdade, da liberdade, liberdade de
Ελευθερία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελευθερία

ελευθερία καλαμάτας, ελευθερία ετυμολογία, ελευθερία παντελιδάκη, ελευθερία ελευθερίου, ελευθερία ελευθερίου ύψος, ελευθερία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ελευθερία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ελεεινολογώ στα πορτογαλικά - deplorar, esgotar, eleeinologo
  • ελεεινός στα πορτογαλικά - mau, fracasse, lastimável, pobre, miserável, coitado, puído, ...
  • ελευθερώνω στα πορτογαλικά - aclarar, claro, distinto, luzente, descongestionar, cancele, luminoso, ...
  • ελεύθερα στα πορτογαλικά - livre, grátis, gratuito, gratuitamente, livres
Τυχαίες λέξεις
Ελευθερία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desentalar, liberdade, livre, soltar, a liberdade, da liberdade, liberdade de