Ελευθερία στα δανικά

Μετάφραση: ελευθερία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
frihed, frie, fri udveksling, friheden, den frie
Ελευθερία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελευθερία

ελευθερία καλαμάτας, ελευθερία ετυμολογία, ελευθερία παντελιδάκη, ελευθερία ελευθερίου, ελευθερία ελευθερίου ύψος, ελευθερία λεξικό γλώσσας δανικά, ελευθερία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ελεεινολογώ στα δανικά - eleeinologo
  • ελεεινός στα δανικά - bedrøvet, fattig, dårlig, snuskede, forsumpet, lurvet, lurvede
  • ελευθερώνω στα δανικά - rydde, lys, klar, tydelig, frigivelse, release, overgang, ...
  • ελεύθερα στα δανικά - gratis, fri, frie, frit, løs
Τυχαίες λέξεις
Ελευθερία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: frihed, frie, fri udveksling, friheden, den frie