Ενδόμυχος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ενδόμυχος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
particular, familiar, privado, íntimo, mais íntimo, íntima, mais íntima, mais profundo
Ενδόμυχος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενδόμυχος

ενδόμυχος συνώνυμα, ενδόμυχος ετυμολογια, ενδόμυχος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενδόμυχος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενδυμασία στα πορτογαλικά - veste, traje, costume, vestuário, attire, trajes, vestuário do
  • ενδυναμώνω στα πορτογαλικά - esforçar, quadragésima, reforçar, fortalecer, fortificar, poder, força, ...
  • ενεργά στα πορτογαλικά - ativo, activo, activa, ativa, ativos
  • ενεργητικό στα πορτογαλικά - recurso, ativos, activos, bens, ativo, activo
Τυχαίες λέξεις
Ενδόμυχος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: particular, familiar, privado, íntimo, mais íntimo, íntima, mais íntima, mais profundo