Εφαρμογή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εφαρμογή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aplicarão, aplicação, cumprimento, pedido, aplicativo, de aplicação, a aplicação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφαρμογή
εφαρμογή φορολογίας εισοδήματος 2014, εφαρμογή προβολής φύλλων μισθοδοσίας προσωπικού πν, εφαρμογή παρακολούθησης έργων, εφαρμογή μισθοδοσίας, εφαρμογή υπολογισμού φόρου εισοδήματος 2014, εφαρμογή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εφαρμογή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εφάπαξ στα πορτογαλικά - precedente, acima, passado, antecedente, anterior, montante fixo, quantia fixa, ...
- εφάπτομαι στα πορτογαλικά - oscular, beijar, osculate, ter caracteres comuns
- εφαρμοστός στα πορτογαλικά - colante, pegado a pele, que se cola à pele
- εφαρμόζω στα πορτογαλικά - usar, administre, empregar, aplicar, aplica, aplicam, se aplicam, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφαρμογή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aplicarão, aplicação, cumprimento, pedido, aplicativo, de aplicação, a aplicação
Μεταφράσεις: aplicarão, aplicação, cumprimento, pedido, aplicativo, de aplicação, a aplicação