Εφαρμογή στα ολλανδικά

Μετάφραση: εφαρμογή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
handhaving, toepassing, aanwending, aanvraag, sollicitatie, applicatie, verzoek
Εφαρμογή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφαρμογή

εφαρμογή φορολογίας εισοδήματος 2014, εφαρμογή προβολής φύλλων μισθοδοσίας προσωπικού πν, εφαρμογή παρακολούθησης έργων, εφαρμογή μισθοδοσίας, εφαρμογή υπολογισμού φόρου εισοδήματος 2014, εφαρμογή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εφαρμογή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εφάπαξ στα ολλανδικά - vroeger, voorgaand, eenmaal, terwijl, eens, toen, voormalig, ...
  • εφάπτομαι στα ολλανδικά - belenden, osculeren, osculate
  • εφαρμοστός στα ολλανδικά - strak op de huid, nauwsluitende, strakke, huidstrakke, nauwsluitend
  • εφαρμόζω στα ολλανδικά - toepassen, opleggen, besturen, beheren, administreren, aandoen, aanwenden, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφαρμογή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: handhaving, toepassing, aanwending, aanvraag, sollicitatie, applicatie, verzoek