Ισχνός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ισχνός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
leve, desgrenhada, scraggly, rala, desgrenhado, ralo
Ισχνός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχνός

ισχνός λεξικό, ισχνός ετυμολογία, ισχνός συνώνυμα, ισχνός προσαγωγός, ισχνός συνώνυμο, ισχνός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ισχνός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ιστορώ στα πορτογαλικά - narrar, narram, contar, narra, relatar
  • ιστός στα πορτογαλικά - maciço, mastro, pau, tecido, tecidos, de tecido, do tecido, ...
  • ισχυρίζομαι στα πορτογαλικά - créditos, reivindicação, postular, alegar, alegação, reclamação, afirmação, ...
  • ισχυρισμός στα πορτογαλικά - reivindicação, postular, créditos, alegação, reclamação, afirmação, crédito
Τυχαίες λέξεις
Ισχνός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: leve, desgrenhada, scraggly, rala, desgrenhado, ralo