Ισχνός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ισχνός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
licht, onverzorgde, scraggly, verwaarloosde, warrige, onverzorgd
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισχνός
ισχνός λεξικό, ισχνός ετυμολογία, ισχνός συνώνυμα, ισχνός προσαγωγός, ισχνός συνώνυμο, ισχνός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ισχνός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ιστορώ στα ολλανδικά - kroniek, vertellen, verhalen, narrate
- ιστός στα ολλανδικά - weefsel, mast, weefsels, tissue, het weefsel, zakdoekje
- ισχυρίζομαι στα ολλανδικά - schuldvordering, claimen, aanspraak, vordering, eis, conclusie, volgens conclusie
- ισχυρισμός στα ολλανδικά - claimen, aanspraak, schuldvordering, vordering, eis, conclusie, volgens conclusie
Τυχαίες λέξεις
Ισχνός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: licht, onverzorgde, scraggly, verwaarloosde, warrige, onverzorgd
Μεταφράσεις: licht, onverzorgde, scraggly, verwaarloosde, warrige, onverzorgd