Κερδομανής στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κερδομανής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ávido, sequioso, sedento, avaro, cobiçoso, avarento, kerdomanis
Κερδομανής στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κερδομανής

κερδομανής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κερδομανής στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κεραμικός στα πορτογαλικά - cerâmico, cerâmica, de cerâmica, cerâmicos, vitrocerâmica
  • κερδίζω στα πορτογαλικά - vitória, auferir, merecer, salgueiro, lucrar, cedo, ganhar, ...
  • κερδοσκοπία στα πορτογαλικά - especulação, especulações, a especulação, especulação de, especulações de
  • κερδοσκοπικός στα πορτογαλικά - curioso, especulativo, especulativa, especulativos, especulativas, especulação
Τυχαίες λέξεις
Κερδομανής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ávido, sequioso, sedento, avaro, cobiçoso, avarento, kerdomanis