Ávido στα ελληνικά
Μετάφραση: ávido, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαίμαργος, κερδομανής, πρόθυμος, άπληστος, φιλάργυρος, μανιώδεις, άπληστο, φανατικός, μανιώδης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- áspero στα ελληνικά - θερίζω, τραχύς, γύρος, περιοδεία, τρύγος, στρογγυλός, σοδειά, ...
- átomo στα ελληνικά - άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
- âmago στα ελληνικά - ουσία, πυρήνας, μυελός, σύνολο, πράξη, καρδιά, σάρκα, ...
- âmbar στα ελληνικά - κεχριμπάρι, πορτοκαλί, κεχριμπαρένιο, κεχριμπαριού, κίτρινο
Τυχαίες λέξεις
Ávido στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαίμαργος, κερδομανής, πρόθυμος, άπληστος, φιλάργυρος, μανιώδεις, άπληστο, φανατικός, μανιώδης
Μεταφράσεις: λαίμαργος, κερδομανής, πρόθυμος, άπληστος, φιλάργυρος, μανιώδεις, άπληστο, φανατικός, μανιώδης