Sedento στα ελληνικά

Μετάφραση: sedento, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερδομανής, λαίμαργος, φιλάργυρος, άπληστος, πρόθυμος, διψασμένος, διψασμένοι, διψασμένο, διψούν, διψασμένα
Sedento στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • seda στα ελληνικά - μεταξωτό, πεζούλι, μετάξι, μεταξιού, μεταξωτά, από μετάξι
  • sede στα ελληνικά - κεντρικά γραφεία, έδρα, την έδρα, έδρας, η έδρα
  • sedimentar στα ελληνικά - μαυλίζω, ιλύς, αποπλανώ, ίζημα, ξελογιάζω, κατακάθι, ιζηματογενής, ...
  • sedimento στα ελληνικά - προσχώνω, επαναθέτω, ίζημα, ιλύς, κατακάθι, ιζήματα, ιζημάτων, ...
Τυχαίες λέξεις
Sedento στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερδομανής, λαίμαργος, φιλάργυρος, άπληστος, πρόθυμος, διψασμένος, διψασμένοι, διψασμένο, διψούν, διψασμένα